-
1 εκπνεω
ион. ἐκπνείω1) выдыхать(τῶν ἀναπνεόντων ἐκπνεῖ τε καὴ ἀναπνεῖ τὸ πνεῦμα Plat.: μαλακέν αὖραν Plut.; τὸ ἐκπνεόμενον θερμόν Arst.)
2) веять, дуть(ἄνεμοι ἔσωθεν ἐκπνέοντες Her.; ἐκ τοῦ κόλπου Thuc.; βορέας τὰς νύκτας ἐκπνεῖ Arst.)
3) извергать, метать(φλόγα Aesch.; ἀράς τινι Eur.)
ἐ. θυμόν Eur. — клокотать от гнева;σμικροῦ νέφους ἐκπνεύσας μέγας χειμών Soph. — сильная буря, разразившаяся из малой тучки4) (тж. ἐ. βίον Aesch., Eur. и ἐ. ψυχήν Eur.) испускать дух, умирать Plut.; pass. быть убиваемым(ὑπό τινος Soph. и πρός τινος Eur.)
5) задыхаться, тяжело дышать(ἐπὴ τοῖς καμπτῆρσιν ἐκπνέουσι, sc. οἱ δρομεῖς Arst.)
6) досл. выдыхаться, перен. успокаиваться(ἴσως ἂν ἐκπνεύσειεν Eur.)
-
2 νεφος
См. также в других словарях:
νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας … Dictionary of Greek